Μέχρι τέλος… κείται στο εκ μέρους αλτικό
Ανακάλυψε την απαρχή στο χρονικό,
μέχρι τέλος… κείται στο εκ μέρους αλτικό,
μες στ’ αλαργινά ταξίδια μας η σφριγηλότητα,
με πρεμούρα στις ουρές, αναμονή γι’ αρτιότητα,
άδοξο το τέλος, για τις εκδρομές να τάζει,
έχει μείνει στο σενάριο του, να στάζει,
όσο στη χαρά της πτώσης, στην ισχύ, στο κύρος,
και στη σπόντα του ψηλά… εδώ εκτός ο σμπίρος.
–
Της διανόησης το αεροπλάνο σαν τελεία,
πως της σύνοψης το σύνολο ταιριάζεις μες στ’ αρχεία,
ο ακέραιος μόχθος σου, και στο θεσπέσιο μέρος,
διαλογή της αφορμής με μια τελεία ο εταίρος,
να μη γίνει πια ο φαύλος κύκλος εμπνευστής,
ως… επί τούτω, την κούκλα τρόμου θα σκεφτείς.
Μη φιλάς, γινόμενο του μίσους μη φιλάς,
μην… του τρόπου δείκτη και της μοίρας, και της μοίρας χροιά.
–
(Ανακάλυψε την απαρχή στο χρονικό,
μέχρι τέλος… κείται στο εκ μέρους αλτικό,
μες στ’ αλαργινά ταξίδια μας η σφριγηλότητα,
με πρεμούρα στις ουρές, αναμονή γι’ αρτιότητα.)
–
Η μοναδική τιμή σου, σήμα σου στο σέκο,
να ‘σουν φόρμα των αλλότροπων για το γιλέκο,
που θ’ αρκεί να δει, πως βγαίνει μια φορά μπροστά,
κάνε και τον χρόνο σου αντέτι, όμως στ’ ακουστά,
πάει, στην αντάρα σου τα έκανες αρχάρια,
πάει, στην αντάρα του τα έκανε λιοντάρια,
στο μελάνι σου μειδιάματα, σε τρώνε φλόγα,
στον ασπάλακα σου, τα μειδιάματα του τσιμπολόγα.
–
Άμα και τα μέσα τους στη φλόγα σέρνουν,
πώς μες στους βαλτούς ζηλεύουν; Όψιμα θα γέρνουν.
Το υγρό τους βλέμμα θα στεγνώνει και την τύχη,
σαν σημάδια μένουν μυστικά, της δόξας ήχοι,
για δες… στους αγέλαστους βαδίζει, στα τσακίδια!
Έφτασε, ο ανερχόμενος, στροφή για τα ορμίδια,
οι των συγγραφέων συνταγή, μα δεν μπορώ,
σαν κοφτή ανάσα λείπει, σαν κοφτή (!) σ’ αθλοθετώ.
–
(Ανακάλυψε την απαρχή στο χρονικό,
μέχρι τέλος… κείται στο εκ μέρους αλτικό,
μες στ’ αλαργινά ταξίδια μας η σφριγηλότητα,
με πρεμούρα στις ουρές, αναμονή γι’ αρτιότητα.)
–
Στις καρέκλες, που τα χρόνια οι βαλτοί θα τρώνε,
έδεναν εκεί τα έθιμα, γι’ αυτά βαρόνε,
πλήρες γεύμα, να νομίζουν και οι λωτοφάγοι,
πως τους τρώνε στα καθίσματα οι ωμοφάγοι,
μέχρι τέλος… κείται στο εκ μέρους αλτικό,
μα εσύ το σώμα χτίζεις, στο γραπτό σου μυστικό,
σώματα λιοντάρια… πόδια της απόκλισης,
σαν ταξίδι ο τροχός, τροχέ της πρόκλησης.
–
Και τους φόβους, πώς κατάπιε ο μηχανισμός;
Που ‘χει πέσει θύμα, και τρομακτικός ο βουβαμός,
θύμα πια, στην ησυχία της κενής τους ζώνης,
και θα είναι πάντα, και της βολεμένης σκόνης,
να ‘σαι τόσο με τις λύσεις… στα σινιάλα ο καπνός,
με το πρόσωπο σκασμένο, σκοτεινός ο ουρανός,
όσο στη χαρά της πτώσης, στην ισχύ, στο κύρος,
και στη σπόντα του ψηλά… εδώ εκτός ο σμπίρος.
–
(Ανακάλυψε την απαρχή στο χρονικό,
μέχρι τέλος… κείται στο εκ μέρους αλτικό,
μες στ’ αλαργινά ταξίδια μας η σφριγηλότητα,
με πρεμούρα στις ουρές, αναμονή γι’ αρτιότητα.)
Ποίημα του Σωτήρη Τσατταλιού.