Του σώματος οι κρίκοι
Μες στην ιματιοθήκη… μαντολίνα κρεμασμένα,
ανοίξτε, οι μαντολινάτες ν’ ακουστούν στα ξένα,
για ν’ ακουστούν στον κόσμο, λυπημένα στις αξίες
των πληγωμένων μας αγγέλων μες στις κομητείες,
κι εγώ τα δέντρα χρωματίζω, για να βρεις τις λέξεις,
για ένα μας μικρό ρεφρέν μες στις ορέξεις.
–
Ματαίωση, μην κινδυνέψεις την επιλογή,
ματαίωση, χωρίς πορεία στην επιπλοκή,
για επιλύσεις, σκέφτηκε να συσχετίζουν,
αυτοπεποίθηση, θα επιμένεις να φεγγίζουν,
αναρωτιέμαι, όπως χτες οι καλεσμένοι
την τελική λίστα για τη ζωή στην οικουμένη.
–
(Και άρχισε την κούνια πάνω με τον βολοκόπο,
τικ τακ για το αμμόμετρο των αντιασφυξιογόνων.)
–
Κοντά, ο κόσμος στέκεται στην κόκκινη βροχή,
σαν σύννεφα να φεύγουν τα φτερά στ’ αειθαλή,
κοιτάζω το φεγγίτη σαν ποτήρι ζημιογόνο,
να κάνει κάθε τους στιγμή… διαυγής στον πόνο,
τους ρίχνει πάλι στη γραφή με σκέψεις ντεζαβού,
σαν ντεζαβού το κόκκινο κορμί ενός ναού.
–
Στα έργα τέχνης, σαν νεκρός, απώλεια, με τον βίο,
στο χέρι της, στο χέρι της, στα χρόνια της οικείος.
Διασκορπισμένες απαντήσεις όταν θα ‘σαι μόνος.
Αυτός ξεκίνησε, αναλογίστηκε σαν όνος;
Ποτέ σαν όνος, και ποτέ του δεν ξεκίνησε.
Το μάθημα θα ‘ναι στη θεραπεία… ξίνισε.
–
(Και άρχισε την κούνια πάνω με τον βολοκόπο,
τικ τακ για το αμμόμετρο των αντιασφυξιογόνων.)
–
Και χάνοντας εικόνες, έλευση σε θέσεις άδειες,
περνούν χωρίς σηματοδότηση πια οι δυσφράδειες,
με άδικη επιμονή, ανένδοτος ο τρόπος,
της λειτουργίας σου, παράξενη χαρά ο κόπος,
μια πρόταση συμφέρον, για να νιώσεις ερημιά,
στο κέντρο κάποιας πόλης που ‘χουν γίνει αρκετά.
–
Του σώματος τ’ αντίτυπα, μισθός του ξεναγού,
οι κρίκοι στα πεδία μας του καταμερισμού,
του σώματος οι κρίκοι, για ν’ αλλάξουν τρόπο,
να σταματάς στις βίδες των μυαλών τον δημοκόπο,
για των σημαντικών, των αμνημόνευτων μας χρόνων,
τικ τακ για το αμμόμετρο των αντιασφυξιογόνων.
–
(Και άρχισε την κούνια πάνω με τον βολοκόπο,
τικ τακ για το αμμόμετρο των αντιασφυξιογόνων.)
Ποίημα του Σωτήρη Τσατταλιού.