Στης θάλασσας τη σκοτεινιά
Όταν γεννήθηκες, τα λυπηρά σου βλέμματα ήταν ανέγνωρα,
στις βασκανίες οι πιο ζοφερές μας μέρες δεν υπήρχαν,
στις ώρες της θλίψης, από τον κόσμο στις καρδιές μας,
στις κοινές αναμνήσεις οι συσκέψεις μας αγκαλιάζουν,
μικρό παιδί, αύριο θα ‘ναι το ύφασμα μια ανάμνηση,
από τον ουρανό με ευγνωμοσύνη και εσύ θα θαυμάζεις,
στην παράκαιρη ψυχή μας η χαρά… είμαστε το ίδιο άτομο.
(Στην εφηβεία όλα καινούρια, στην ενηλικιότητα
της καθημερινότητας, η ρουτίνα στο φυλλοκάρδι.)
Στης θάλασσας τη σκοτεινιά, στον αφρό της νύχτας,
για τη σκέψη του φωτός, με τις φωνές που δεν ακούς.
Μπορεί να ‘ναι τα βάθη βάσανα, στο φτερωτό σας στήθος,
όλα να πάνε στη δακρύρροια… στης ανάμνησης τη συνύπαρξη,
θα ‘ναι της απερίσκεπτης ζωής βότσαλο και της ανάμνησης,
όσα θα θυμόμαστε είχαν υποβληθεί, όπου το φως της λωρίδας,
ήταν η στιγμή στο όνομά σου, που στοίχειωνε της ακτίνας τα ίχνη,
στον χώρο το άτομο της χάρης σου στον ψίθυρο να χυθεί,
μη φοβάσαι το τέλος… από τ’ αστέρια ψηλά στο κλάσμα.
Στον χρόνο έχτισε δίχως να βιώσουμε τη μοναξιά του,
για μια στιγμή στης καρδιάς μας τον προορισμό να ησυχάζει,
της ιδανικής μέρας το χαμήλωμα, της ευτυχίας τα σκούρα,
στην ηλιόλουστη θαλπωρή τα νυχτέρια να την περιβάλλουν,
θα κινείται μόνος του ο χωρισμός από τα βουνά ψηλότερα.
Στης θάλασσας τη σκοτεινιά, στον αφρό της νύχτας,
για τη σκέψη του φωτός, με τις φωνές που δεν ακούς.
Στης θάλασσας τη σκοτεινιά μόνος, με τις φωνές
που δεν ακούς, στον αφρό της νύχτας,
σαν τους διαλύτες, τροφή για τη σκέψη του φωτός.
Να εκριζώνουν στα νερά, τα σώματα σαν τους ατμούς,
να τυλίγουν, να λιώνουν την καρδιά, του κακού έργου σου,
που κάτι πάντοτε μέσα μας θα πεθαίνει διαρκώς,
φέρε μας το φως, τον ήλιο, στην καύση να μας βρουν,
με τις φωνές στον αφρό της νύχτας να σβήσουμε,
τη μορφή μας να εξαφανίσουμε, την πύρινη μάχη να σβήσει.
Στης θάλασσας τη σκοτεινιά, στον αφρό της νύχτας,
για τη σκέψη του φωτός, με τις φωνές που δεν ακούς.
Ποίημα του Σωτήρη Τσατταλιού.