Προ πολλού μισούσαν
Κατάχαμα γύρω τα κοσμήματα
στην παλαίωση του ξύλου που αφήνουν
στην πάροδο χάλκινα εμβλήματα.
–
Όλα στο χρόνο κομμένα και τα δίνουν
μίσχο, ανάμεσα στο στήθος που σκιάζεις,
με μια νέα πνοή τα φύλλα να αφήνουν.
–
Ήξερα ότι με αυτά φαντάζεις
σε αγαπούν, στον άγνωστό σου Θεό,
ξεπερνώντας τον εχθρό τους να ακμάζεις.
–
Προ πολλού μισούσαν όσα θ’ αβλεπτώ
σαν μισούν ενός φτωχού τα χρήματα
από κρανία, κέρατα τo αισχρό.
–
Σε αυτούς δε θα φτάσει πια διαταγή
ή τυχαίνει διότι εύκολα μισείς(!)
στις λάσπες σαν σφίγγεις το βιος μας νταή.
–
Σαν θλίβεις, λερώνεις, μα βραδυφλεγής
στις αναλήθειές σου σαν θα βαρεθείς,
θα λερωθείς, θα ‘σαι ο ψυχοβλαβής.
–
Το τριαντάφυλλο μας πονά ο δυσκραής,
μες στα χέρια του το ψυχρό νυστέρι
πιο βαθιά στις πλάνες σου ωσάν σπαχής.
–
«Να τα δώσουμε» λες πια καροτσιέρη
σαν τα θαύματα και τα τραγούδια μας,
μα δεν υπήρχε, κανένας ραντιέρη.
Ποίημα του Σωτήρη Τσατταλιού.
Από το βιβλίο… Ο ανήλιαγος της πόλης.