Παλίρροια στον νου που ζει όσα αγαπάς
Για πέντε γεύσεις κοψ’ το, έχεις πια πασχίσει
γλυφίζει στα στεγνά, ο κίνδυνος να γαλουχήσει,
δεν έφυγες, δεν έφυγες στην θάλασσα ορφάνια
το άγναντο, το άγναντο, στις εποχές αφάνεια
που θα βρεθούν καιροί, που θα βρεθούν οι ευκαιρίες,
κιρκαδιανός εσύ, κιρκαδιανοί με τις αχρείες.
–
Η λίμνη αδειανή σαν δέρμα που η λάσπη σκίζει
μα μεσ’ από αυτά ζωή επιλογή που σίζει
μα μεσ’ από τα χτυποκάρδια μας το αχολόι,
στην άμπωτη να έχουν φώνημά τoυς το ρολόι,
να σωριαστεί στης όχθης το ξερό τοπίο
και δε θα μείνουμε αβοήθητοι πια στο υδρείο.
–
Ευ ζην σαν εφηλίδες, μας τα κάνεις ρόιδα
της πλημμυρίδας κράση σε σηκώνει τρόπιδα,
γυρίζουμε το ένα μας πανί, κι ανάσες δίνει
και ρούμι να ‘χα πλώρη το εράσμιο μας ν’ αφήνει,
το ίδιο κύμα στ’ ανοιχτά ως τα πανιά με στόφα
στο σκηνικό θεάτρου που σας μοιάζει κόφα.
–
Να ‘ξερα το Ναμίμπ, ερημικός και ο ψαμμίτης
ανάσας σου ομίχλη στην εικόνα σου βραδύτης,
στην άμμο ντεκουπάζ, την άμμο της εκβάλλει,
ως την δροσιά, ως το νερό, του δέντρου τη διαπάλη
ξερά εμείς, μιας χρήσης της αλόγιστης μας θέας
μοιραίας καταπόνησης, της όστριας ο δρομέας.
–
Σε παύλα με πανιά, σαν όγκος πάγου ανοιχτά
αντάμωση με την ακτή, παρέες ξενυχτά.
Μα λες να γίνει και το σήμερα για μας γαλήνη;
Δεν ήτανε κρυφό, πως πια δεν είχαμε γαλήνη
που τραγουδά η ακροθάλασσα και την πόλη δίνει,
μα η χαρά μου σαν και της ακτής η χαρμοσύνη.
–
Οι μελωδίες που δε μένουν έξω απ’ το στόρι
οι κανταδόροι, χρονοβόροι, πεζοπόροι,
χορταίνεις απ’ το φάε, κι απ’ του ποτού την σούρα
και στα νερά γαλήνη, στην στεριά βαβούρα,
το μείον ήταν ντίβα, στις ανάγκες δε διαθέτει
η ντίβα της ωφέλειας, η δαπάνη της εισέτι.
Ποίημα του Σωτήρη Τσατταλιού.
Από το βιβλίο… Ο ανήλιαγος της πόλης.