Ο ανήλιαγος της πόλης
Στους χτύπους τους οι μπάλες πάγου τα μεσάνυχτα
ελεύθερα κινούνται μες στο δρώμενο υπάρχουν,
οι πρώτες τους συγκρούσεις, δέματα ολάνοιχτα,
με τις αντίθετές τους διαδρομές που συνυπάρχουν
γεμάτες με οστά να δώσουν πια ολάνοιχτα,
σαφής αναφορά στο δράμα που δεν ενυπάρχουν.
–
Στην άγρια μας πατρίδα με τα ζάρια παγωμένα,
με την σειρά κινούν το μέλλον, τι θα γίνει μέλλον…
τα θλιβερά μας επεισόδια μένουν ανδρειωμένα
στις μπάλες, που θα σπάνε μες στα χέρια των λιβέλων
μες στις βαριές τους διαδρομές, σαν τα δαρμένα,
να σέρνονται μες στις εκτάσεις ανδρεικέλων.
–
Δεν έχουν πια τελειώσει, με την αίγλη σ’ ένα δράμα
θα είναι μόνο στις συνήθως μακρινές βολές
με στόχο λες, μες στα ιγκλού, γι’ αλλού αντάμα,
με δυσαρέσκεια να στολίζουν με τις χθαμαλές,
τις σφαίρες, στον ανταρτοπόλεμο συνάμα
στο κείμενο ενισχυμένος και λαοφιλές.
–
Σαν τον ξηρό αέρα τρέχεις άμυνα στα ύψη,
σαν αμμοθύελλα σηκώθηκες, των μαχητών,
ανήλιαγος της πόλης, που στο σκότος θα σε κρύψει
ανήλιαγος της πόλης, στους αντάρτες ιδρυτών,
ανήλιαγος της πόλης, βρίσκουν το ανίψι
ανήλιαγος της πόλης, των κρυφών μας ουρλιαχτών.
–
Μες στον παγκόσμιο χάρτη βρίσκεται αντάμα
δες η δεξιά, παντού στη θέση της δημοφιλές
δε θα τελειώσει μα θα βγαίνει με ρεκλάμα,
και μέχρι την απελευθέρωση σαν σιωπηλές…
οι αναγκαίες κρούσεις, αν υπάρχουν με το τάμα
μια πίεση, της επανάστασής μας προσφιλές.
–
Μες στης πολιτικής την αναρχία για ν’ ασκεί
τα ιδεώδες για μια λαϊκή αντίσταση
της αντιδικτατορικής μας πάλης ως εκεί,
δημοκρατίας ξέσπασμα μες στην περίσταση
σαν την απάντησή μας, κάθε βράδυ καρδιακή,
με την κατάρρευση των δικτατόρων σύσταση.
–
Ζητούμε την αποβολή της, λες οι μανιακοί
αντιδραστικής φωτιάς η δυνατότητα
βαρέλια μ’ ετικέτες δράσης, σαν οι αμνιακοί,
μετά τις άγριες συμπλοκές στην ανθρωπότητα,
στα βράδια της ντροπής εμείς γενιά δαιμονιακή,
σε όσα θ’ άγγιξες, να φύγεις πια βιαιότητα.
–
Ακούει τις σειρήνες, στα χιλιόμετρα τους νόμους
τα χρόνια πισινά που πίσω τράβαγαν τα τζιέρια
στα μπροστινά, που αναπνέουμε αργά στους δόμους,
τα χέρια τους δε θα ’ναι όπως όλων μας τα χέρια
ακίνητοι, ακίνητοι, ακίνητοι στους τρόμους
της φλόγας θα ’ναι, φλόγα θέλει, φλόγα στα ξεφτέρια.
–
To έθνος μας χτυπιέται, μέσα απ’ τους στρατονόμους
της νύχτας χτύπος, πυροβολισμός, βομβαρδισμός,
να βλέπουμε πια όλους όσους χτύπησαν στους δρόμους,
αγγίζαν, όπως το δριμύ τους ψύχος, ο γκρεμός
ποτέ δε θα μπορεί να πλάσει μες στους υπονόμους,
μες στις αρχές μιας χώρας, στην ηχώ της συριγμός.
Ποίημα του Σωτήρη Τσατταλιού.
Από το βιβλίο… Ο ανήλιαγος της πόλης.