Ξεκινά
Στην καρδιά των ονείρων μια βοή διατηρούμε,
επιδρούνε για ένα καλύτερο θαυμαστικό,
για κενό περιβάλλον που λες να προσγειώσεις,
τη στιγμή που αγκάλιασα ό,τι βογκούμε,
στο παραμετρικό του διαδρόμου θες ν’ αγνοηθώ,
δε θ’ αλλοιώσεις ποτέ την πληγή… δε θα βιώσεις.
–
Τη μεγάλη περισυλλογή ν’ αντικρίζω
του απλού, στις αξίες το πάτημα του αισθητού,
στην απρόσιτη λήθη, του σώματος πόθοι,
αναπτύσσοντας ό,τι θα χτίζουν θ’ αρχίζω,
χρωματίζω, στηρίζω, στολίζω, ξανά του βυθού
προβολή με φωνές της λαχτάρας… να νιώθει.
–
Ξεκινά, μεγαλύτερες βλέψεις παντού το μυαλό,
θα ‘ναι ο αρωγός και με ό,τι θα κάνεις,
στα μεγάλα σου σχέδια θ’ ακούμε παντού τη στροφή,
με σχεδίες, μοτίβα προσέγγιζαν το αρεστό,
αρεστό, και αυτά θα υπάρχουν… να λειάνεις,
μια συχνότητα επηρεάζει εδώ την αρχή.
–
Το ευαίσθητο, πάντα διαφέρει σαν αγχωτικό.
Α! Τι κρίμα… Να γίνονται υπνωτισμένα,
τις φωλιές τους ξυπνώ, στη μεγάλη τους διάβαση,
και μετά θα φωνάζουν: «ο μάγος συνήλθε, αγνό».
Τ’ ασυνήθιστα στη θεραπεία δοσμένα,
ερεβώδη μες στη θεραπεία, παράβαση.
Ποίημα του Σωτήρη Τσατταλιού.