Κλαίνε οι τίτλοι κι ο ήλιος να στάζει…
Ξέρετε της δυσαρέστησης μας το αφύλακτο,
ό,τι καλύτερο γίνεται το ανεπιφύλακτο,
να κυριαρχεί δυνατά… δεν μπορεί δηκτικέ,
θα ‘ναι τα λόγια τους μέσα σου ατομισμέ,
κι όμως μετά επιδράει μακριά το παράδοξο,
μέσα μας λέει συχνά της σιωπής μας το άδοξο.
–
Για τον ειρμό να γνωρίζω την ευγνωμοσύνη,
ακολουθεί ασυνείδητα την ευφροσύνη,
στου αναγνώστη τις προσωπικές ιστορίες,
να επεμβαίνουν αδιόρατες οι αστοχίες,
έβρισκαν εύκολα πάντα την αδιαφορία,
δίκτυα να τρέχουν στην ίδια τους θέση τ’ αρχεία.
–
Ήταν παντού η ψυχή μου το κύμα μπροστά,
το γεγονός ακρογιάλι που ‘ναι με τ’ ασκιά,
ξαναγυρίζει, σαν το ημισφαίριο τις νύχτες
των οριζόντων τ’ αμύθητα κι ανεμοδείχτες,
τα σημαδάκια της δείκτες των προορισμών,
ισημερίες τα βλέφαρα των στεφανών.
–
Κλαίνε οι τίτλοι κι ο ήλιος να στάζει εποχές,
άνθρωποι σαν της αβύσσου πια το απαθές,
τράβηξες ντέρτικα τα συναισθήματα λύπη,
πάντοτε καταλαβαίνοντας εγκαταλείπει,
παύει το δέντρο τη διάρκεια για την κοινωνία,
η χωματένια, ξανά θα ‘ναι αβουλησία.
Ποίημα του Σωτήρη Τσατταλιού.