Και προέβης μέχρι νεοτέρας

Και προέβης μέχρι νεοτέρας, για ν’ αγαπηθούν,

στα ολάκερα προσκήνια ν’ απλοποιούν το κοσμικό,
για να μην ακούγονται σαν ράκη μόνο ν’ ασπαστούν,
για να επακολουθήσει όμως το ανεκτικό,
δίχως το ασφυκτικό κουπλέ να γνωστοποιούν,
στην ακολουθία, κουστωδία γι’ ανακλαστικό.
–
Συναντάμε τη ζωή στη ζήση της αμφιβολίας,
μες στις αποποιήσεις τίτλε της επισφαλή,
η απαγωγέας της απύθμενης αβελτηρίας,
στην αισθησιακή αμαύρωση ν’ ακροβατεί,
μες στου φθινοπώρου της ζωής η απουσία,
μες στων αδικοχαμένων την ακτογραμμή.
–
Στις ανύποπτες επώδυνες συλλήψεις των πληγών,
και στο συναπάντημα αιώνια να εστιάζεις,
στα κομπλιμεντόζικα βεγγαλικά των αδικιών,
και στα αίσχη των αγχών στη βράση μας αδειάζεις,
να αιτούμε, άτιμη αιώνια των απαντοχών,
να λυτρώσεις τη ζωή αντίς να εγκωμιάζεις.
–
Ανεξήγητη ζωούλα… πλάσης ειμαρμένη,

πλάθεις άπλαστα παντάναξ φυσικέ του βίου,
για τη συναπτή μας πόρεψη σαν βουρλισμένοι,
οι δοκιμασίες στα καλόκαρδα και του παιγνίου,
και για τα μαρτύρια, των αγίων θα πεις οι δεμένοι,
για να εφαρμόζεις, ούτε λόγος και του τεκμηρίου.
–
Οι διωγμένοι πάντοτε μεθοκοπούν και το τροπάριο,
των ανθόσπαρτων οι εξακολουθητικές βοές,
πάντοτε μες στη συζήτηση μαζί μες στο ριμάριο,
και μπρος στους αηδονολάλητους στις αγαθοεργές,
στο αλτρουιστικό ξετυλιγμένο ειλητάριο,
περιφράσεις αδιαπέρατες στις διαπροσωπικές.
–
Που μας χάριζαν τη σπιρτοθήκη στη συσκότιση,
και το ένα σπίρτο για το ψύχος ένα με πυρείον,
στο σκισμένο τους σκοτείνιασμα η επικρότηση,
την αγάπη και αν αγαπάς στη διάθεση των κρύων,
την αγάπη μας ν’ ανάβεις… στην ανασυγκρότηση,
την αγάπη μας ν’ ανάβεις… και των αγκυροβολίων.
Ποίημα του Σωτήρη Τσατταλιού.
