Κάτι αρχίζει, σαν να ξεχύνεται
Αυτός ο τρόπος έκφρασης χωράει πάντα για μας
που έχουν αναδεύοντας πια όλοι τις κλωστές,
που δεν υπήρξε η επαίσχυντή τους πράξη για εμάς
φιμώνουν ανοιχτά οι καθαροί μας εραστές.
–
Ασπίδα οι αλήθειες μας στα πάθη μιας καρδιάς
για έναν τους εγκέφαλο ενός οργάνου ρίψης,
το σώμα τ’ άνοιξε με το μυαλό της μυρωδιάς
από τα πάθη μας χωρίς εχθρούς και απορρίψεις.
–
Και του σχεδίου οι ορίζοντες σου παραλείψεις
που και τ’ απότομά τους μέρη έχουν ξεπεράσει
την μακρινή τους εποχή χωρίς τις αντιλήψεις,
η τύχη που θα εξαφανιστεί και για να διστάσει.
–
Η τύχη σαν τολμήσει και αυτή να διαφωνήσει
δε θα μπορείς να φτάσεις για να νιώσεις ποιος θα είσαι,
μα ούτε το λαμπρό συναίσθημά σου δε θ’ ανθίσει
στους δυνατούς χαμογελά η συμβουλή που είσαι.
–
Να προσπαθείς για να κρατήσεις το συναίσθημα
θυμίζει λάμψη πια χαμένη και θα ‘ταν αισθητή,
ιδανική μας τεχνική για το προαίσθημα
που ήθελες να κάνουν σ’ ένα ειδικό κουτί.
–
Μα λόγο δε θα είχε για να μπει να φανταστεί
πως άλλες πια συνθήκες τρύπωσαν εκεί στον χώρο,
μια ώρα ο παλμός σου, πώς ν’ ακούσει ν’ ασπαστεί
και πάλι θα βρεθείς στης γλώσσας της το δώρο.
–
Κι όσα μας κουτιά θα έχουν τις σχισμές που έχουν
να είναι στην συνέχεια στον ήλιο αιμοφόρα
στο φως που φέρουν, σαν το αίμα πάντα που θα έχουν,
σαν διαφανής η έκδοση, να αρμόζεις γνώρα.
–
Μα την εικόνα σε προσαρμογή δεν άφηνα
που άπλετος πια θ’ απορρέω στο συναίσθημά μου,
σαν νέα λάμψη το συναίσθημά μου ν’ άφηνα
της αγκαλιάς σου δώρο, να ξεχύνεται καρδιά μου.
Ποίημα του Σωτήρη Τσατταλιού.
Από το βιβλίο… Ο ανήλιαγος της πόλης.