Εσύ μίλησες Χαμαιλέοντα;
Άρθρο του Σωτήρη Τσατταλιού
Σε ένα λεπτό μοιάζει η ζωή, πολλές φορές να μας αλλάζει το πρόσωπο, τις γνώμες, πετώντας κι αυτή τη ζωή σε μια άλλη ζωή, έτσι μάς είπε: «Όταν αναπολώ τη ζωή, μου φαίνεται σαν να έχει χέρια, αλλά είναι των δεκάδων ανθρώπων τα τιποτένια βλέμματα που σας χαράζουν για τίποτα.» Πάντως πολλοί θέλουν να μιλάνε μαζί της ή με τον εαυτό τους, τελικά είναι το καλύτερο, νιώθουνε αρκετά πιο ασφαλείς στην υλοποίησή τους. Δεν ομοίαζε ν’ απλώνει τα χέρια της στα μάτια μου ως τώρα, στις απέναντι πάλι δικές μας γωνίες, ακριβώς στο βεληνεκές της πλεύσης για την επιρροή της περιπέτειας, μαζί η κάθε περιπέτεια που έχετε βιώσει βλέποντας μόνοι σας, κάτι που μόνο σου δίνει να χάνεται. Έτσι είναι οι άνθρωποι με τις ιστορίες τους μες στον υπέροχο σκοπό της, όταν η ζωή δε θα βασίζει το νόημα στο γνέψιμο, στο φόρεμά της και στο ένδυμα, όπως είναι τα δέντρα που ποτίζονται, ανατρέφονται από τη γη, μεγαλώνουν στο φως καθώς θ’ ταλαντώνονται στον αέρα δίνοντας το οξυγόνο. Και ό,τι θα ποτίζουν το χώμα, ίσως θα φτάσει στη ρίζα των άλλων δέντρων ενδυναμώνοντας την παραγωγή τους, ενώ θα ‘ναι πάντοτε τα ταλαιπωρημένα από τις καταστρεπτικές συγκυρίες, χάνοντας την υγιή ισορροπία στα προβλήματα της φύσης.
Τα μεγάλα δέντρα δεν έχουν νιώσει ποτέ τα πόδια τους στεγνά, αυτές οι μεγάλες ρίζες κάτω από τη γη, ψάχνουν πάντοτε την τροφή, το νερό, όταν θ’ απλώνονται συνεχώς σαν τα πλοκάμια, θα τρυπώνουν και θα ξετρυπώνουν από παντού σαν να βλέπουν τις διεξόδους, εμφανίζοντας τις λεπτές άκρες τους ακόμα και εκτός του εδάφους. Πολλές φορές αγκαλιάζουν διάφορα πράγματα με τους κορμούς τους, κι άλλοτε με τις ρίζες τους ακόμα και τους οργανισμούς ή αυτούς που γεννιούνται, που στα άλλα δέντρα αυτοί θ’ ανεβαίνουν από το χώμα τους, ή θα ξεφεύγουν από τις ρίζες τους, βγαίνοντας από τις κουφάλες τους σαν να γεννάν, και θα κυκλοφορούν στη γη μόνοι και όπου τους βγάλει η μοίρα. Έτσι γεννήθηκε κάποιος ξεχωριστός οργανισμός, ίσως το πιο σημαντικό γονίδιο, μεγαλώνοντας ένας από αυτούς έφυγε κάποια στιγμή από τη μικρή κατοικημένη περιοχή, του μεγάλου δάσους και των καρποφόρων δέντρων αφήνοντας την παρέα του, φτάνοντας στην πόλη όπου κατοικούσε και εκεί γυροβολούσε τον περισσότερο καιρό. Του αρέσει όμως το καλό τραγούδι, που φώτισε τον δρόμο, εγώ άκουγα από το ράδιο σε χαμηλή ένταση, ξέροντας τι σε περιμένει.
Από το ανοιχτό παραθύρι, μια σαύρα κατορθώνει να περάσει στο παλιό καλοδιατηρημένο σπίτι της Κασσάνδρας, είναι όμορφη αλλά και τόσο… δυσεπίλυτη με το ντύσιμο, το νερό, όμως έχει τη δυνατότητα να τυπώνει πολλά νοήματα ακόμα και τις λέξεις. Όταν έφυγε μόνη της, ήταν στους 50 πόντους μάκρος, στους 10 πόντους η ουρά της, φαρδιά με την ισοτιμία στην κεφαλή του φάρδους. Μολαταύτα της αρέσει να μιλάει συνεχώς, και πάντοτε να νομίζει πως τη ψάχνει η πολλή μεγάλη σαύρα, πελώρια, ο Komodo dragon (Varanus komodoensis) -να μείνουμε στους δράκους με τις φανταστικές υπερφυσικές ιδιότητες του υπερμεγέθους- κι έτσι από τον φόβο της, μες στα όρια του χρόνου αρμόζει το ντύσιμο των χρωμάτων της, ακόμα και στις γραμματοσειρές. Η Κασσάνδρα βλέπει τη σαύρα, αλλά δεν τη θέλει αποτυπωμένη από τρυφερότητα, άρχισε να ψηλαφίζει χαϊδεύοντας συνεχώς τη σαύρα, εκείνη ακουμπούσε το πρόσωπό της στο χέρι της. Η Κασσάνδρα θα πιάσει τη σαύρα, για να τη βάλει σε ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι, της άνοιξε την πορτούλα, της έβαλε νερό και της είπε: «Εμένα δε μου αρέσουν τα έντομα, να πηγαίνεις στην αυλή έχει αρκετά.» Ταυτόχρονα, σιγομουρμούρισε πρόσχαρα λέγοντας: «Αργότερα, ίσως θα σε βάλω για υπογραφή στις καλές τέχνες υπερνικώντας το εμπόδισμα, στο βίντεο των προσωπικών στίχων στους τοίχους μου, ή για τους στίχους στο βίντεο ενός καλλιτέχνη.» Φεύγοντας η Κασσάνδρα από το δωμάτιο ακούει κάτι σαν μουρμουρητό να λέει: «Ε, φίλε! Εμένα με κυνηγάει ο Komodo dragon (Varanus komodoensis), θα πασχίζω για την επιβίωση, σιγά τα λάχανα, δε θα βγω στην αυλή μόνη μου, εσύ θα μεταφέρεις εμένα παντού.»
Η Κασσάνδρα, ξαφνιάστηκε μένοντας ολομόναχη στο σπίτι, έκλεισε τα μάτια της ακούγοντας την περίεργη φωνή της σαύρας, σαν ακούστηκε η αδιανόητη να
μιλάει. Αργότερα θα καταλάβει πως είναι ένα πολύ ιδιαίτερο ζώο, μιλάει, πίνει νερό, να κολυμπάει στην μπανιέρα, ενώ αποφεύγει συνεχώς το νερό της βροχής και το μέρος για ένα ντους. Αλλά από τη στιγμή που μιλάει, κατάλαβε ότι θα μπορεί ν’ αποκτήσει κι άλλες ιδιαιτερότητες για την εξέλιξη της, ν’ ακούσετε προσεκτικά τις αποκρίσεις, διότι τα μάτια σας, τ’ αφτιά σας, έχουν ξεγελαστεί.
Η Κασσάνδρα, μπαίνει στο δωμάτιο ψάχνοντας τριγύρω της, και έξω από το παράθυρο να μην υπάρχει τίποτα, ούτε οι παραστάσεις, αργότερα βλέπει τη σαύρα με περιέργεια, και τη ρωτάει: «Εσύ μίλησες Χαμαιλέοντα;» Η σαύρα μπαίνει γρήγορα στο ξύλινο σπιτάκι της, κρύβοντας τον εαυτό της, απαντώντας: «Ναι, εγώ μίλησα ομορφότατη νεράιδα, εγώ είμαι θηλυκιά καλοκυρά μου.» Η Κασσάνδρα, μένοντας ταραγμένη από την αμηχανία, χαμένη και άφωνη, καθίζει αμίλητη στο κρεβάτι, αργότερα αφού ηρέμησε της απάντησε: «Μη μου το λες! Αποκλείεται να μιλάς, δε γίνεται αυτό το θέμα τώρα, οι νεράιδες δεν υπάρχουν, άρα δε σε τιμώρησα εγώ, εγώ δεν τιμώρησα κανέναν, ούτε τα τσαμασίρια τους, γιατί ούτε εσύ πρέπει να υπάρχεις, όλο αυτό το θέμα τώρα, πρέπει να είναι της ψευδαίσθησης μου.» Τότες η σαύρα βγάζει σιγά-σιγά το κεφαλάκι της, από το ξύλινο σπιτάκι της, λέγοντάς της: «Γι’ αυτό είσαι νεράιδα, και δε με τιμώρησε κανείς, αυτός ο Komodo dragon (Varanus komodoensis), αυτός με κυνηγάει, μάλλον θέλει να με φάει, είναι ο μόνος που θα μπορεί να το κάνει αυτό το πράγμα, διάβασα το θέμα σε ένα βιβλίο όταν μπήκα σε ένα άλλο σπίτι, γι’ αυτό πρέπει να με σώσεις.» Η Κασσάνδρα, γνωρίζοντας αυτό το τεράστιο είδος της σαύρας που ονομάζεται Varanus komodoensis, ή και άλλα είδη ως Varanus, απόρησε και σκεπτόμενη της απαντάει: «Ανόητη σαύρα, πας να με ξεγελάσεις, γιατί αυτό το τεράστιο είδος ως Varanus δεν υπάρχει εδώ, όμως υπάρχει αλλού, καλύτερα να προσέχεις εδώ άλλα θέματα, γιατί θ’ αρχίζουν οι τιμωρίες.» Κάνουν και άλλοι τις σαύρες να μιλάν, αλλά δεν είναι της ψευδαίσθησης της, είναι η δική τους, πάντως είναι αστείο ν’ ακούς, πως έγιναν εχθροί από το τίποτα, εκτός της Κασσάνδρας.
Τότες, η σαύρα βγήκε από το σπιτάκι της κορδωμένη και χαρούμενη, λέγοντας: «Ώστε δεν υπάρχει εδώ, εφόσον υπάρχει αλλού το χαζό είδος της σαύρας ως Varanus, θα ξαναρχίσω τις καθημερινές ενέργειες μου, άφοβα.» Η Κασσάνδρα, βλέπει τη σαύρα και της απαντά: «Πρόσεχε, να μην πάθεις υπερκόπωση! Πρώτη φορά, είδα σαύρα στη ζωή μου να κάνει τη σπουδαία, καμπόση, να κορδώνεται μόλις ένιωσε δυνατή, κανόνισε να μη γίνεις σαν κάποιους άλλους, μόλις ένιωσαν δυνατοί καταπατούσαν ποδοπατώντας οι εκμεταλλευτές, σαν τα παράσιτα, και όταν θα κλείσει ο κύκλος τους θα μας ψάχνουν, αύριο θα κάνεις μπάνιο που δουλεύει ως αποσμητικό, δεκαεξάχρονη σταρ, τράβα στο μαγαζί σου… και κοίταξε την ποιότητα του χαρακτήρα του, γιατί πουλάς, γι’ αυτό τον λόγο μη μας πουλάς.»
Τότες, η σαύρα μπαίνει γρήγορα στο ξύλινο σπιτάκι της, κρύβοντας πάλι τον εαυτό της, τρεμάμενη να μουρμουρίζει: «Συγγνώμη! Θα ήθελα όμως ν’ αποσυρθούν οι δυνάμεις σου από τον κόπο για ντους, δεν μπορώ ούτε τη βροχή, θα μου βραχυκυκλώνουν τα χρώματα, δεν μπορώ ούτε την ιδέα να κυκλοφορώ σαν το αποσμητικό, εγώ η ευωδία.» Η Κασσάνδρα πάλι της απαντά: «Χμ! Κοπίασε, τέλος πάντων. Ανόητη σαύρα, ποτέ ένας τέτοιος άνθρωπος, και κάθε πραγματικά έξυπνος άνθρωπος της κατανόησης, αναλόγως τις συνθήκες, δεν εκμεταλλεύτηκε τις δυνάμεις του, σαν τους ερεθισμένους των αποκρυφικών δυνάμεων, κατόπιν πάντα των αμπαλαρισμάτων… καμπόσοι. Πάντα θα ψάχνει τους λόγους, τους λόγους των αιτιών, τα συγκεκριμένα λάθη για τις αφορμήσεις, και αναλόγως στις συμβουλές, ποτέ δεν έχουν την εξυπνάδα του πραγματικού ανόητου, για να κατορθώνει τα αίσχη του -και πώς θα καθαρίσει το σώμα της μια βραχυκυκλωμένη σαύρα;»
Η σαύρα απάντησε: «Μπορώ να κολυμπάω, αλλά με τη βροχή και της ντουζιέρας το νερό πάνω μου, θα νιώθω σαν να με χτυπάν.» Η Κασσάνδρα πάλι της απαντά: «Ωραία, δεν είναι καθόλου ωραίο να νιώθεις έτσι, θα γεμίσω λίγο με χλιαρό νερό την μπανιέρα, δε θα τιναχτείς, για να σκουπιστείς θα σου αφήσω τη μικρή πετσέτα στην άλλη άκρη της, εκεί έχει την ιδιαίτερη τραχιά επιφάνεια μέχρι πάνω, για να σκαρφαλώσεις μετά το μπάνιο.» Η σαύρα απάντησε: «Ωραία, αύριο όμως θα με πάρεις και για να φάω, κι ας μην υπάρχει εδώ η μεγάλη σαύρα.» Η Κασσάνδρα πάλι της απαντά: «Γι’ αυτό κάτι σκέφτηκα, ίσως υπάρχει διατροφή που δε θ’ αλλάζει τη φύση σου, ίσως μια τέτοια δυνατότητα θα μπορεί να έχει τις πιο μικρές διαθέσιμες, θα κοιτάξω αμέσως, τράβα τώρα να ξεκουράσεις το σύγκορμο σου.»
Η Κασσάνδρα, βρήκε όλα όσα θα της αρμόζουν, ακόμα και τον τρόπο να της αλλάζει κάποιες νοοτροπίες. Έγινε το σύμβολο της παντού με τη λεπτή κορδέλα στο κεφάλι, η εικόνα επικρατεί στην όραση μες στα διαδικτυακά κανάλια, στο εκτεινόμενο ίντερνετ, το αποτέλεσμα της σύνδεσης στην ανεξάρτητη φήμη, αλλά μες στα διαδικτυακά κανάλια είναι άλλη μία εργασία της, αλλά και ψάχνοντας διάφορα ακόμα και για τη διαφορετική έμπνευση, διαβάζοντας διάφορα και διαφορετικά θέματα μαζί της.
Έτσι, η πανέμορφη Κασσάνδρα που είναι η αξιοσέβαστη γυναίκα όλων, ακόμα περισσότερο, για να τροφοδοτήσουμε τις σκέψεις μας και τις αντιλήψεις στο
εσωτερικό μας. Πάντοτε με τα ολόσωμικα φορεματάκια, τα κοντά ή τα λίγο μακριά, και τις μάλλινες πολύχρωμες κάλτσες, θα κρατάνε μαζεύοντας να εξέχουν ζαρωμένες, λίγο πάνω από τα μποτίνια με ροζ κορδόνια, αλλά πάντοτε η μία κάλτσα λίγο πιο πάνω. Πάντοτε η πανέμορφη Κασσάνδρα, με τα κοντά μεσάτα πανωφόρια ή τα ζακετάκια, σακάκια με τα παντελόνια κτλ. Έτσι, έσβησε την απελπισία της μοναξιάς μέσα στο σπίτι. Πάντοτε, με το φως της μέρας πηγαίνει στη δουλειά, στον ραδιοσταθμό της καλής φιλενάδας, και στο μικρό μαγαζί της βοηθώντας στους καφέδες και στα τρόφιμα. Έγραφε ποίηση, ποιούσε τους στίχους των ασμάτων, που πολλά από αυτά κρέμονται τυπώνοντας στο δωμάτιο της, από τ’ ανοξείδωτα σύρματα και τα μανταλάκια. Πάντοτε, ακούγοντας μουσική έφκιαχνε τα διαφορετικά της σκαλιστά πάνω στα μικρά ξύλα, ή καίγοντας με το ηλεκτρικό κολλητήρι για το σκάλισμα, και το ηλεκτρικό του σκαλίσματος, και τα έδινε στους φίλους της τους μικροπωλητές βλέποντας την έκθεση της, μία τέχνη που έμαθε από τους γονείς που έχασε.
Πάντοτε κουβαλούσε μαζί της τη πιο γλυκιά νοοτροπία που μου θυμίζει: Αν θα δεις, στο εσωτερικό του ανθρώπου το φιλότιμο, δεν πρέπει να ξυπνήσεις ποτέ την αφιλοτιμία. Γιατί οι περισσότεροι φόβοι είναι της φρεναπάτης; Γιατί δημιουργήθηκαν από τους ίδιους τους ανθρώπους, ακόμα και στους προβληματισμούς τους, αδιαφορώντας για την αποδυνάμωση της ισορροπίας ή να κινούν το όνειρο, για ν’ ακολουθάν το νόημα και τη νοοτροπία του χώματος, των ριζών.
«Δε μας αφήνεις μωρέ, χαμένε, παίζοντας τον συγγραφέα και να μας δημιουργείς όπως θες, οι πανέμορφες ψυχές είπαμε είναι οι καλοσυνάτες ψυχές… να πούμε.» Ακούστηκε από το ραδιόφωνο στο νυχτέρεμα.
Τι γίνεται ρε συμπαραστάτες; Φωνάξτε και εσείς ρε συμπαραστάτες: Κασσάνδρα! Κασσάνδρα! Κασσάνδρα! Κασσάνδρα! Κασσάνδρα! Κασσάνδρα!