Γεια σου
Βάλε μου ακόμα ένα διπλό

θα πιω και για τους δυο μας,
εγώ και ‘κείνη κόψαμε
στα δυο τον εαυτό μας.
Ήρθανε όλα τόσο απλά
λες κι ήτανε παιχνίδι,
μόνο ένα “γεια σου”, κι ένα “γεια”,
σαν να ‘φευγε ταξίδι.
Βάλε ακόμα ένα διπλό
για ‘κείνη και για ‘μένα,
είμαστε τώρα παρελθόν
κι ένδοξα περασμένα.
Γεια σου, γεια σου,
για φαντάσου! “γεια”.
Γεια σου, γεια σου,
χάθηκες, χάθηκα, γεια.
Βάλε ακόμα ένα διπλό
από το τελευταίο,
έφυγε, δεν την κράτησα
και φταίει όσο φταίω.
Τραγούδησε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Γράφουμε τα έγκλειστα, τ’ αλλοτινά μας γούστα

Γράφουμε τα έγκλειστα, τ’ αλλοτινά μας γούστα,

βλέποντας στα όρια μας, τη ρήτρα των βιωμάτων,
κοσκινίζοντας το φάσμα, επιπλέει για την κρούστα,
και η λαβωμένη ως κινητικότητα των νιάτων,
ξεδιπλώνεται ξανά στη φόρμιγγα η σούστα,
πρώτοι προσκαλώντας στα καμίνια των γερμάτων.
–
Κατοικώντας στη διαδραστική της προσομοίωσης,
στην ανάδειξη το τόλμημα της ημερομηνίας,
και τ’ αποτολμήματα τ’ αστεία της συμβίωσης,
μες στη μορφοποίηση, στην ένταξη της αβουλίας,
και του κάθε σας παλιομαλάκα την πλαισίωση,
και της αλλοτρίωσης παλιομαλάκας απορίας.
–
Μες στην ωραιότητα κτενάδες για τη ζούγκλα,
βρίσκονται ανάμεσα για τις σημειώσεις των σχολίων,
και της απαρτίας πάντα εύστροφη περδούκλα,
να καλούν το αυτοσχέδιο δίλημμα για των ηνίων,
συσπειρώνοντας τα πούρα της βδομάδας στη χερούκλα,
κάνατε χασούρα περιβόητοι των ζυγολογίων.
–
Άγρια η επίδειξη, μαργώνοντας θες να πωρώσεις,
στην καλύτερη χειρότερη και των ερίων ο ζυγός,
έγκειται και των πυλών την αφορμή για να καψώσει,
ο αυτενεργός και γραμματέας πάντα πρωτουργός,
σιγουράντζα και ο καριερίστας να λασπώσει,
εξαπλώνει… βοήλατη καρότσα και ο χορηγός.
–
Στο ανέλπιστο σεντόνι… ευμενής της κούνιας,
άλλοθι στην αυταπάτη προς του επιπολασμού,
το συνώνυμο πληθυντικό και της βραδύνοιας,
στην αναλγησία οι αναλγησίες του καημού,
να ξεφεύγει για την ευφορία της κρυψίνοιας,
στο ατσάλινο το ανασκούμπωμα με του σκασμού.
–
Καρδιοχτύπησαν τα χαμογελαστά τ’ αθύρματα,
στο ασύλληπτο νανούρισμα το θρασομάνι,
η ανωριμότητα ξαπλώνει στα συμφύρματα,
κάπως έτσι στις καρφοβελόνες το ανθρωπομάνι,
οι παραδομένοι χρυσοκάνθαροι στα σύρματα,
στην παραδομένη την αγνωμοσύνη το ντουμάνι.
Ποίημα του Σωτήρη Τσατταλιού.
