Γέμιζε τη ζωγραφιά με το σκοτάδι…


Έπαιξε μπροστά μου την τελευταία χάρη,
στις τρεις το πρωί έναν άνθρωπο,
μετά από τον χωρισμό γίνεται κάτι περίεργο,
να μπαίνει το βράδυ στο μικρό μωσαϊκό,
να γυρίζει πάλι και να λυσσομανάει,
να μην αναγνωρίζει τίποτα στους φακούς σας,
γέμιζε τη ζωγραφιά με το σκοτάδι του,
έφτιαξε στο κρεβάτι του τον τραγικό χαμό,
τον λησταποδόχο της αναπνοής.
Θα ‘ναι πιο δύσκολο να ταΐσεις το έδαφος,
τη βελτίωση της ζωής του νοήματος,
πόσα αδιέξοδα ν’ ανιχνεύει η προκατάληψη,
το τέλμα του μοχθηρού όπως μίσησε,
σαν τα πλασματικά των ρήσεων η σοβαρότητα,
θα ‘ναι του δικαίου και ο επιμερισμός των φρενήρων,
τι είναι η ζωή, για αυτόν που τη βλέπει να χάνεται,
σπάζοντας την αντοχή τους -τι διαμορφώνουν;
Πάντα ο εξαναγκασμός σας θα σας εξαναγκάζει,
δε θα εφοδιάζουν του τρόπου του την κατάρτιση,
το παραπανίσιο το έμαθα το πρωί που πήρα
ένα πεζοδρόμιο του τίποτα στο παραθύρι μου,
δεν τελειώνει ποτέ ό,τι έγινε κατά καιρούς,
πάντα αυτό που βλέπουμε θα ‘ναι ένα κερί του κόσμου.
Ποίημα του Σωτήρη Τσατταλιού.
