Ένα γέρικο κοινό σαΐνι
Ένα γέρικο κοινό σαΐνι δε νυστάζει,
μες στον φόβο, τα σκληρά των ντράβαλων ν’ αλλάζει,
της αντιπαράθεσης το ρεύμα δείχνει σκόνη,
θα ‘σαι λαίλαπα στον οχετό, που θ’ αλλοτριώνει,
σαν κοιτάς κατάματα, δουλεύουν δίχως νάματα,
ο νους χέρσος στ’ ακροάματα, μες στα χαράματα.
–
Οι κιρσοί μας διεσταλμένοι μες στις στρέψεις τους,
πρώτη ρίψη, τα κιούπια πλοηγώ στις βλέψεις τους,
να δουν τις δυο μούρες τους, τριγύρω μας οι γκλάβες,
μη χρονοτριβήσουν στη βροχή μας οι οκτάβες,
σαν θ’ απολαμβάνουν το ταξίδι στην αγάπη,
και φρικάροντας τις αυταπάτες του σατράπη.
–
Θα ‘ναι ο αμμότοπος του μύρου στους σταθμούς,
ο πλανήτης, του μολυβιού το έπος στους αυλούς,
μα, θα ‘ναι οι κυματομορφές βουνά στο πόδι μας,
οι των αετόμορφων βροντές τα ενστικτώδη μας,
των προδρόμων οι συντελεστές σε λίγες ώρες,
για τον εικοστό αιώνα, τα δελτία μπόρες.
–
Ηρεμούμε, όλους όσους ολοκλήρωσαν τ’ αδρά,
κάθε τους λαβή και σκίρτημα για την αγερασιά.
Δαίμων… στάλες, φωτισμένες, νύχτα των φωστήρων,
προσωπίδα που ευχάριστη, των υπερθύρων,
να ψιλώνεις πολιτεία για τον δαίμονα γερτά,
και οι δαίμονες την πολιτεία μας για τ’ ανοιχτά.
–
Δωροδόκησαν, χρηματοδότησαν, μειοδότησαν,
τις ενημερώσεις στο προσχέδιο αιχμαλώτισαν,
του ανθρώπου τους η παγωμένη αγκαλιά,
για τον καλό τρόπο, σε μια άλλη τους βρομοδουλειά,
σαν στερητικό σύνδρομο, στέλνει σήμα του κινδύνου,
για να μάθω πια το αίσθημα… λαού ακίνδυνου.
Ποίημα του Σωτήρη Τσατταλιού.